ὑπερεκφεύγω

ὑπερεκφεύγω
ὑπερεκ-φεύγω,
A survive a certain period, c. acc., Hp.Morb.2.58; escape from,

δίκτυον Plot.6.6.3

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υπερεκφεύγω — Α διαφεύγω, ξεφεύγω μακριά από κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἐκφεύγω «ξεφεύγω, διαφεύγω»] …   Dictionary of Greek

  • φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”